κτήτορες

κτήτορες
κτήτωρ
possessor
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Μιστράς — I Βυζαντινή πολιτεία της Πελοποννήσου, έξι χιλιόμετρα ΒΔ της Σπάρτης, ερειπωμένη σήμερα, η οποία στάθηκε στο προσκήνιο της ιστορίας για δύο αιώνες και τα ερείπιά της αποτελούν πολύτιμη πηγή για τη γνώση της ιστορίας, της τέχνης και του πολιτισμού …   Dictionary of Greek

  • ANNONAE Civicae — item Annonae Publicae, dicti sunt tit. Cod. de Annonis civ. panes, qui plebi Constantinopolit. olim Imperatoriâ liberalitate quottidie distribuebantur. l. 8. eod. tit. Annonas civicas in Urbe Constantinopol. scholae scutariorum et scutariorum… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PANIS Gradilis — qui ad gradus plebi distribuebatur. Nam cum summa plerumque esset Constantinopoli rei frumentariae penuria, tum propter vim hominum, tum quod Thracia vicinaeque regiones, frumenti haud multum feraces, iis alendis non sufficerent, provisum ab… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • POSSESSOR — I. POSSESSOR Episcopus Afer celebris admodum. Ab Arianis Africâ expulsus, A. C. 517. Constantinopolim se recepit, indeque Hormisdam Episcopum Romanum de Monachis Scythiae monuit, qui Faulto Reiensi adhaerere, contra Augussinum, dicebantur. Qui… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Ρόδος — Νησί της Δωδεκανήσου, το μεγαλύτερο του συμπλέγματος και το τέταρτο της Ελλάδας μετά την Κρήτη, την Εύβοια και τη Λέσβο) με έκταση 1.398 τ. χλμ. Μαζί με τα νησιά Τήλο, Σύμη, Χάλκη και Μεγίστη (Καστελόριζο) αποτελεί την πρώην επαρχία Ρόδου. Ρόδος… …   Dictionary of Greek

  • κάστρο — Μεσαιωνικό φρούριο· τείχος που περιβάλλει πόλη. Η λέξη προέρχεται από το λατινικό castellum, υποκοριστικό του castrum και υποδηλώνει, στη ρωμαϊκή ονοματολογία, ένα οχυρό σχετικά περιορισμένων διαστάσεων. Οι δύο αυτοί όροι, ωστόσο, δεν… …   Dictionary of Greek

  • σφός — σφή, σφόν, ΜΑ (κτητ. αντων.) (πάντοτε για πολλούς κτήτορες) δικός τους, δική τους, δικό τους αρχ. 1. (σπαν. σε ποιητές μτγν. τού Ομ.) δικός τους, δικός της 2. δικός σου, σός* 3. δικός μου, εμός 4. εσάς τών δύο, δικός σας, σφωΐτερος*. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • Σπηλιάς, μονή — Αντρικό μοναστήρι, του νομού Καρδίτσας, στην Αργιθέα των Αγράφων, το οποίο εξαρτιέται από τη Μητρόπολη Θεσσαλιώτιδος και Φαναριοφαρσάλων. Άκμαζε στα μέσα του Που αρχές του 18ου αι. και έπαιξε ουσιαστικό ρόλο, παιδευτικό και απελευθερωτικό, στις… …   Dictionary of Greek

  • Συμεών — I Όνομα αγίων της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Γέρος Ισραηλίτης ο οποίος κατοικούσε στην Ιερουσαλήμ με την προσδοκία του Μεσσία. Ο Ευαγγελιστής Λουκάς, ο οποίος τον αναφέρει, σημειώνει ότι «ην αυτώ κεχρηματισμέvov υπό του Πνεύματος του Αγίου μη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”